- νυκταλωπικός
- νυκτᾰλ-ωπικός, ή, όν, in neut. pl. -ικά, τά,A attacks of night-blindness, Hp.Epid.6.7.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκταλωπικός — ή, ό (Α νυκταλωπικός, ή, όν) [νυκτάλωψ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νυκταλωπικά κρούσματα νυκταλωπίασης … Dictionary of Greek
νυκταλωπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία. 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυκταλωπικά — νυκταλωπικός attacks of night blindness neut nom/voc/acc pl νυκταλωπικά̱ , νυκταλωπικός attacks of night blindness fem nom/voc/acc dual νυκταλωπικά̱ , νυκταλωπικός attacks of night blindness fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκταλωπικόν — νυκταλωπικός attacks of night blindness masc acc sg νυκταλωπικός attacks of night blindness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκταλωπικοῦ — νυκταλωπικός attacks of night blindness masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)